- ἀντιτίθεται
- ἀντιτίθημιset againstpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
ανθενωτικός — ή, ό αυτός που αντιτίθεται στην ένωση ή και προσπαθεί έμπρακτα να την εμποδίσει … Dictionary of Greek
αντένδειξη — η (Α ἀντένδειξις) ένδειξη για το αντίθετο, ένδειξη η οποία αντιτίθεται σε άλλη ένδειξη μσν. αλλαγή ένδειξης ή ονομασίας … Dictionary of Greek
αντήρης — ἀντήρης, ες (Α) 1. αυτός που έχει σταθεί απέναντι από κάποιον για να τον αντιμετωπίσει 2. αυτός που αντιτίθεται σε κάτι, ο εχθρικός 3. (για τόπο) εκείνος που βρίσκεται απέναντι από κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
αντίνοος — I Μυθολογικό προσώπου. Ο αρχηγός των μνηστήρων της Πηνελόπης, συζύγου του Οδυσσέα. Ήταν γιος του Ευπείθη, από ευγενή οικογένεια της Ιθάκης. Πίεσε τον Τηλέμαχο να πείσει τη μητέρα του να τον παντρευτεί και, επειδή o νέος αρνήθηκε, συνωμότησε με… … Dictionary of Greek